κῆρυξ

κῆρυξ
κῆρυξ, υκος, ὁ (also κήρυξ; on the accent according to Herodian Gr. s. B-D-F §13; Mlt-H. 57; PKatz, TLZ 83, ’58, 316 n. 6. S. κηρύσσω and prec. entry.).
an official entrusted with a proclamation, herald (Hom.+; ins, pap, LXX; Philo, Agr. 112; Jos., Bell. 2, 624, Ant. 10, 75) MPol 12:1f; GJs 8:3.
one who makes public declarations, esp. of a transcendent nature, herald, proclaimer (in the usage of the mystery cults: X., Hell. 2, 4, 20 ὁ τῶν μυστῶν κῆρυξ; Philostrat., Vi. Soph. 2, 33, 4 τοῦ Ἐλευσινίου ἱεροῦ κῆρυξ; SIG 728B, 9 κῆρυξ τοῦ θεοῦ, 773, 5 κ. τοῦ Ἀπόλλωνος, 845, 2 ὁ τῶν ἱερῶν κ.; Just. [of John the Baptist]; τῆς ἀληθείας Tat. 17, 1 and Iren. 1, 15, 6 [Harv. I 155, 14]. S. Poland, 395.—The Cynic, as a messenger fr. God, calls himself a κ.: Epict. 3, 22, 69; 3, 21, 13.—Herm. Wr. 4, 4. Cp. JosAs 14:2 ἄγγελος καὶ κ. ἐστὶ φωτὸς τῆς μεγάλης ἡμέρας [of the morning star]; sun, moon, and the stars as κ.and ἄγγελοι of God Orig., C. Cels. 5, 12, 38ff.) (God’s) herald, one who proclaims, of Noah δικαιοσύνης κ. 2 Pt 2:5. Of the ap. Paul (w. ἀπόστολος) 1 Ti 2:7; (w. ἀπόστολος and διδάσκαλος) 2 Ti 1:11. Likew. of Paul 1 Cl 5:6.
trumpet-shell (Aristot., HA 5, 544, 546, 547 al.; Machon 133 in Athen. 8, 349c), a large, sharp seashell, used in torturing MPol 2:4.—DELG. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κῆρυξ — Κήρυξ masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῆρυξ — herald masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της Αττικής, αρχηγέτης και επώνυμος του ιερατικού γένους των Κηρύκων. Τον θεωρούσαν γιο του Εύμολπου και πατέρα του Εύμολπου B’. Υπήρχε επίσης η άποψη ότι ήταν γιος του Ερμή και της Αγραύλου ή της Πανδρόσου ή της… …   Dictionary of Greek

  • Αιολικός Κήρυξ — Εβδομαδιαία εφημερίδα με έδρα την Αθήνα (1953 58), που θεωρήθηκε ως συνέχεια του Κήρυκα, ημερήσιας εφημερίδας, που κυκλοφορούσε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) μέχρι τον γενικό εκτοπισμό των Ελλήνων κατοίκων της πόλης στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η ύλη… …   Dictionary of Greek

  • Ημερήσιος Κήρυξ — Ονομασία καθημερινών εφημερίδων. 1. Εκδόθηκε το 1933 από τον I. Πασσά και συνέχισε την έκδοσή της έως το 1936. Το 1928, εξάλλου, ο Ι. Πασσάς ίδρυσε την καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος, που συνέχισε την έκδοσή της έως το 1932. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ГЛАШАТАЙ —    • Κήρυξ,          герольд, уже у Гомера имеет особенное значение и в силу важности его обязанности считается неприкосновенным. Как посредник между различными государствами, он стоял под защитой международного права (ср. Hdt. 7, 133 слл.).… …   Реальный словарь классических древностей

  • Κηρύκεσσι — Κήρυξ masc dat pl (epic aeolic) Κήρυκες masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύκεσσι — κῆρυξ herald masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρύκεσσιν — Κήρυξ masc dat pl (epic aeolic) Κήρυκες masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύκεσσιν — κῆρυξ herald masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρύκων — Κήρυξ masc gen pl Κήρυκες masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”